Ἀφροδισιακῶν

Ἀφροδισιακῶν
Ἀφροδισιακός
sexual
fem gen pl
Ἀφροδισιακός
sexual
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όρμινο — το (Α ὅρμινον, το και ὅρμινος και ὄρμινος και, κατά τον Ησύχ., ὁρμῑνος, ὁ) εἶδος τού φυτού ελελίσφακο αρχ. 1. είδος πολύτιμου λίθου με πράσινο χρώμα 2. (κατά τον Πολυδ.) «ὅρμινοι σήσαμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”